ἀνατολαί

ἀνατολαί
ἀνατολή
rising
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανατολή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θανατώθηκε με ξίφος στους διωγμούς του Νέρωνα, μαζί με την αδελφή της Φωτεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. II Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 200 κάτ.) του νομού Σερ ρών …   Dictionary of Greek

  • ηλιοστιβής — ἡλιοστιβής, ές (Α) αυτός που πατιέται από το άρμα τού ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιοφώτιστος («ἡλιοστιβεῑς ἀνατολαί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στιβης (< στείβω «πατώ»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τής ρίζας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”